κλουσία

κλουσία
και κλουζία, η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κλουσιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. clusia από το εκλατινισμένο όν. Carolus Clusius τού Γάλλου βοτανολόγου Charles de Lecluse].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλουσιίδες — οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που είναι γνωστότερη ως σταγονοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. clusiaceae < clusi (πρβλ. κλουσία) + aceae (< λατ. aceuς), που αποδίδεται με το ίδες, πληθ. τού ίδης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”